- ηλεκτραρνητικός
- -ή, -ό1. χημ. όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει χημικά στοιχεία ή ρίζες, τα άτομα τών οποίων εκδηλώνουν ορισμένη τάση πρόσληψης ηλεκτρονίων στην εξωτερική στιβάδα τους, ώσπου να συμπληρώσουν τον αριθμό τών οκτώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electronegative < electro- (πρβλ. ήλεκτρο-*) + negative «αρνητικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.